- μεταλλευτική
- μεταλλευτικόςskilled in searching for metalsfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλλευτικός — ή, ό (Α μεταλλευτικός, ή, όν) [μεταλλεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταλλείο, στη μετάλλευση ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική έρευνα») 2. ικανός, έμπειρος στην αναζήτηση και εξόρυξη μετάλλων 3. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλευτική (ενν.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Μεταλλευτικό Μήλου — Στη Μήλο, το όμορφο νησί των Κυκλάδων, σε ένα νεόδμητο λιτό κτίριο στον Αδάμαντα, λειτουργεί από το 1998 ένα μικρό μουσείο που παρουσιάζει την πλούσια μεταλλευτική και γεωλογική ιστορία του νησιού και τη συμβολή τους στην οικονομία του. Χτίστηκε… … Dictionary of Greek
Serifos — Gemeinde Serifos Δήμος Σερίφου (Σέριφος) … Deutsch Wikipedia
Seriphos — Gemeinde Serifos Δήμος Σερίφου (Σέριφος) DEC … Deutsch Wikipedia
Aristides Dossios — (griechisch Αριστείδης Δόσιος, * 1844 in Athen; † April 1881 ebenda) war ein griechischer Wirtschaftswissenschaftler. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Familie 3 Schriften … Deutsch Wikipedia
αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
χωνευτήριο — το / χωνευτήριον, ΝΜΑ, και χωνευτήρι Ν μεταλλευτική χοάνη κατάλληλη για την τήξη και την αποκάθαρση μετάλλου, χυτήριο νεοελλ. 1. (ειδικότερα) α) δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια για την τήξη ή την πύρωση διαφόρων… … Dictionary of Greek
αλγοδονίτης — (algodonite).Αρσενικούχο ορυκτό του τύπου Cu6As. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει κοκκώδεις μάζες και κρυσταλλικές συσσωρεύσεις (επιφλοιώματα). Έχει ζωηρή μεταλλική λάμψη (στον αέρα όμως είναι άλαμπος), χρώμα αργυρόλευκο έως… … Dictionary of Greek